-
1 λεμόνι
[лэмони] ουσ. о. лимон,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεμόνι
-
2 лимон
-
3 ломтик
ломтик м το κομμάτι, η φέτα* \ломтик лимона μια φέτα λεμόνι* * *мτο κομμάτι, η φέταло́мтик лимо́на — μια φέτα λεμόνι
-
4 лимон
а α.1. η λεμονιά.2. λεμόνι.εκφρ.выжатый- – (ίνθρωπος) στημένος σαν το λεμόνι, που δεν μπορεί πια να αποδόσει τίποτε άλλο. -
5 лимон
1. (плод) το λεμόνι 2. (дерево) η λεμονιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лимон
-
6 бледный
бледн||ыйприл1. χλωμός, ὠχρός, πελιδνός, κίτρινος:\бледныйый как полотно χλωμός σάν τό κερί, κίτρινος σάν τό λεμόνι;2. перен (о стиле и т. ἡ.) ἄχαρο, ὠχρό, ψυχρό[ν] (ύφος). -
7 давить
давитьнесов1. πιέζω, ζουλώ, βαραίνω, ἐξασκώ πίεση·2. (раздавить, убивать) συντρίβω / πατῶ, κόβω, συνθλίβω (автомобилем и т. п.)·3. (мять, выжимать) στύβω, πατῶ, ζουπίζω:\давить лимон στύβω τό λεμόνι· \давить виноград πατώ τά σταφύλια·4. (душить) πνίγω, στραγγα· λίζω·5. (стягивать, жать) σφίγγω, κόβω:воротник давит ὁ γιακάς μέ σφίγγει· мне давит грудь μοῦ πλακώνει τό στήθος, μέ πιέζει στό στῆθος·6. перен (угнетать) καταπιέζω, πιέζω, πνίγω. -
8 жать
жать Iнесов1. (давить, стискивать) πιέζω, σφίγγω, ζουλῶ:\жать ру́ку σφίγγω τό χέρι·2. (быть тесным) στενεύω, στενοχωρώ:ту́фли жмут (μέ) στενέβουν τά παπούτσια· воротничок мне жмет μέ σφίγγει ὁ γιακάς·3. (выдавливать, выжимать) στίβω, στραγγίζω, πατώ:\жать виноград πατῶ τά σταφύλια· \жать сок из лимона στίβω τό λεμόνι· \жать масло στραγγίζω τό βούτυρο.жать IIнесов (рожь и т. п.) θερίζω. -
9 лимон
лимонм τό λεμόνι[ον]. -
10 лимонный
лимонн||ыйприл ἀπό λεμόνι, τοϋ λεμονιού:\лимонный сок τό λεμονόζουμο, χυμός λεμονιού· \лимонныйая кислота τό κιτρικό[ν] ὀξύ. -
11 лимон
[λιμόν] ουσ. α. λεμόνι -
12 лимонный
[λιμόννυΐ] εκ. από λεμόνι -
13 лимон
[λιμόν] ουσ α λεμόνι -
14 лимонный
[λιμόννυϊ] επ από λεμόνι -
15 выдавить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. εκθλίβω, αποθλίβω, εκπιέζω, στίβω, ξεζουμίζω•выдавить лимон στίβω το λεμόνι,
μτφ. πνίγω, με δυσκολία συγκρατώ• καταπίνω•выдавить слезы καταπίνω τα δάκρυα•
выдавить смех, улыбку μέ δυσκολία συγκρατώ το γέλιο, το χαμόγελο•
из него ни слова не -ишь απ’ αυτόν δε βγάζεις ούτε λέξη.
2. πιέζοντας κατασπάζω, συντρίβω, γκρεμίζω.3. еивыдавить τυπώνω ανάγλυφα.1. εκθλίβομαι, εκπιέζομαι, στίβομαι, ξεζουμίζομαι.2. κατασπάζομαι, συντρίβομαι, γκρεμίζομαι από την πίεση.3. εκτυπώνομαι ανάγλυφα. -
16 давить
давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•
житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.
|| μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.
|| μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.
|| μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.
2. σφίγγω, στενεύω•воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•
сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.
|| μτφ. αισθάνομαι βάρος•-ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•
-ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.
3. πνίγω, στραγγαλίζω•лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.
4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•давить клопов ζουπώ τους κοριούς.
|| πατώ, θανατώνω•транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.
5. °"τίβω•давить лимон στίβω το λεμόνι.
1. πνίγομαι•давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.
|| μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.5. πατιέμαι στίβομαι. -
17 дожать
1. -жну, -жншьρ.σ.μ.αποθερίζω, τελειώνω το θέρισμα, θερίζω ως το τέλος.2. -жму, -жмшьρ.σ.αποστίβω, αποθλίβω, ξεζουμίζω•дожать лимон οσίοστίβω το λεμόνι.
-
18 жать
жать 1жму, жмешь, ρ.δ.μ.1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•жать руку σφίγγω το χέρι•
жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.
|| στηρίζω γερά•жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.
|| συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.2. στενεύω•туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•
воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.
3. στίβω, εκθλίβω•жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•
жать виноград πατώ τα σταφύλια•
жать масло βγάζω λάδι.
4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).
5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).
1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.
|| συνωστίζομαι.2. σφίγγομαι, κολλώ•ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•
он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.
3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.
4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.
жать 2жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.θερίζομαι. -
19 лимонница
-ы θ.πεταλούδα χρώματος λεμονί. -
20 лимонный
επ.1. του λεμονιού• από λεμόνι•-ое дерево η λεμονιά•
-ая корка λεμονόφλουδα, λεμονόκουπα, λεμονόστυμμα•
лимонный сок χυμός λεμονιού.
2. λεμονόχρωμος, λεμονής.εκφρ.- ая кислота – κιτρικό οξύ, το ξινό.
См. также в других словарях:
λεμόνι — και λεϊμόνι, το (Μ λεμόνιον) 1. ο ωοειδής κίτρινος καρπός τής λεμονιάς 2. ο χυμός τού λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. λεμόνιον < ιταλ. limone < περσ. lĩmun. Ο τ. λεϊμόνι με ανάπτυξη ι , πιθ. με επίδραση τού αραβ. laymūn. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
λεμόνι — το (λ. ιταλ.), ιού, ο καρπός της λεμονιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαπιολέμονο — το, Ν 1. σάπιο λεμόνι 2. (κατ επέκτ.) λεμόνι που έχει κοπεί και στυφθεί 3. φρ. «τόν πήραν με τα σαπιολέμονα» τού πέταξαν λεμονόκουπες σε ένδειξη αποδοκιμασίας, τόν αποδοκίμασαν έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπιος + λεμόνι] … Dictionary of Greek
λεμονάτος — η, ο [λεμόνι] (κυρίως για φαγητό) αυτός που περιέχει λεμόνι … Dictionary of Greek
λεμονιά — Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Citrus limon, της οικογένειας των ρουτιδών, της φυλής των κιτρίων. Πρόκειται για ένα μικρό, ύψους 3 έως 6 μ., δικοτυλήδονο, αειθαλές δέντρο, γνωστό για τους ωοειδείς κίτρινους καρπούς του, τα λεμόνια. Έχει κορμό… … Dictionary of Greek
παστολέμονο — το λεμόνι με τον φλοιό τού οποίου παρασκευάζονται σακχαρόπηκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστός + λεμόνι] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Minás Dimákis — (Greek: Μηνάς Δημάκης) (Heraklion, Crete, Greece; 1913 Athens, Greece; 1980) was a Greek poet. Biography Minás Dimákis was born 1913 in Heraklion, Crete, to Georgios Dimákis, a tradesman, and Maria Metaxaki. After his father s death in 1917, her… … Wikipedia
Stavros Vavoúris — (greek: Σταύρος Βαβούρης) (Athens, Greece; 1925) is a greek poet.BiographyStavros Vavoúris was born in Athens, Greece, in 1925, suffering a cerebral palsy.Vavoúris, Stavros. [http://www.jornada.unam.mx/2008/03/09/sem stavros.html Eurídice, ] La… … Wikipedia
Minás Dimákis — (griego: Μηνάς Δημάκης) (Heraklion, Creta, Grecia; 1913 Atenas, Grecia; 1980) fue un poeta griego. Biografía Minás Dimákis nació en 1913 en Heraklion, Creta, hijo de un comerciante, Georgios Dimákis y María Metaxaki. Tras la muerte de su padre en … Wikipedia Español
Stavros Vavoúris — (griego: Σταύρος Βαβούρης) (Atenas, Grecia; 1925) es un poeta griego. Biografía Stavros Vavoúris nació en 1925 en Atenas, Grecia, siendo afectado por una parálisis cerebral.[1] Publicó su primer poema titulado Quimera (Χίμαιρα) en la revista Voz… … Wikipedia Español